πτερόκαρπος

πτερόκαρπος
(pterocarpus). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ψυχανθών. Αριθμεί περίπου 45 είδη. Όλα τα είδη ευδοκιμούν στις τροπικές περιοχές. Οι π. είναι δένδρα ή θάμνοι, με φύλλα πτεροσχιδή. Τα άνθη τους είναι κίτρινα και μερικές φορές λευκά. Ο καρπός τους είναι χέδροπας με ένα μόνο σπόρο, σκεπασμένο με μεμβράνη. Το φυτό αυτό έχει ξύλο που προσφέρεται στην επιπλοποιία. Μερικά είδη καλλιεργούνται σε θερμοκήπια ή κλειστούς χώρους. Τα αξιολογότερα είναι ο π. ο σαντάλινος της ανατολικής Ινδίας, που δίνει εξαιρετική ποιότητα κόκκινου ξύλου, χρήσιμου στη λεπτοξυλουργική, τη βαφική και τη φαρμακευτική και ο π. ο ινδικός, που δίνει επίσης πολύτιμο κόκκινο ξύλο. Από τον χυμό του, ο οποίος ονομάζεται αίμα του δράκου, παράγεται το εξαιρετικής ποιότητας στυπτικό υγρό, γνωστό με την ονομασία κίνο.
* * *
ο, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες με 36 περίπου είδη λιανών και δέντρων τών τροπικών περιοχών, πολλά από τα οποία παρέχουν χρήσιμη ξυλεία για κατασκευές αντοχής, γνωστή με την ονομασία παντούκ ή παντάουκ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pterocarpus (< πτερό + καρπός). Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”